ὁροθεσίαι

ὁροθεσίαι
ὁροθεσίᾱͅ , ὁροθεσία
fixing of boundaries
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οροθεσία — η (Α ὁροθεσία) [οροθέτης] η χάραξη, ο καθορισμός των ορίων και ειδικότερα τών συνόρων που χωρίζουν μια χώρα από μια άλλη μσν. καθορισμός χρονικών ορίων, προσδιορισμός ημερομηνίας αρχ. στον πληθ. αἱ ὁροθεσίαι τα όρια, τα σύνορα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”